ποδηλάτης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποδηλάτισσα και ποδηλάτις, Ν
οδηγός ποδηλάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].