δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο, θηλ. ποδηλάτισσα και ποδηλάτις, Νοδηγός ποδηλάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].