πολύνευρος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύνευρος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον
το φυτό αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. άνευρος].