πονόκοιλος

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος της κοιλιάς, κοιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κοιλιά, κατ' αντιστροφή του κοιλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κοιλιάς (πρβλ. πονόδοντος)].