πορνικός
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
πορνική, πορνικόν, of harlots, for harlots, of prostitutes, for prostitutes, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; πορνικὸν τέλος = tax paid by brothel-keepers, prostitution tax, tax on prostitutes, Aeschin.1.119; οἱ πορνικοί = libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.
German (Pape)
[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.
Russian (Dvoretsky)
πορνικός:
1 развратный, распутный (λόγος Anth.);
2 налагаемый на публичные дома (τέλος Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.
Greek Monotonic
πορνικός: -ή, -όν (πόρνη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόρνη, πορνικὸν τέλος, φόρος που πληρώνουν όσοι εξασκούν πορνεία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
πορνικός, ή, όν πόρνη
of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.