πορφυροσχήμων
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
πορφυροσχήμον, gen. ονος, (σχῆμα) purple-clad, Polyaen.4.3.24.
German (Pape)
[Seite 686] ον, mit purpurnem Anzuge, Polyaen. 4, 3, 24, zw.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῡροσχήμων: -ον, (σχῆμα) ὁ περιβεβλημένος πορφύραν, Πολύαιν. 4. 3, 24.
Greek Monolingual
-ον, Α
ντυμένος με πορφυρά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλοσχήμων].