ποτίκολλος

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίκολλος Medium diacritics: ποτίκολλος Low diacritics: ποτίκολλος Capitals: ΠΟΤΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: potíkollos Transliteration B: potikollos Transliteration C: potikollos Beta Code: poti/kollos

English (LSJ)

ποτίκολλον, Dor. for πρόσκολλος, Pi.Fr.241.

German (Pape)

dor. = πρόσκολλος.

Russian (Dvoretsky)

ποτίκολλος: дор. Pind. = πρόσκολλος.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

English (Slater)

ποτίκολλος stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος, σύγ-κολλος].