προσφαντάζω

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek (Liddell-Scott)

προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
παριστάνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].