προσφράζω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

Μ
δηλώνω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φράζω «μιλώ»].