προσωπολεξία

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η χρησιμοποίηση της λέξης πρόσωπον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -λεξία (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. νεολεξία].