πτηνοτρόφος

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].