πυρέττω

English (LSJ)

Att. for πυρέσσω.

German (Pape)

[Seite 821] att. statt πυρέσσω.

French (Bailly abrégé)

ἐπύρεττον;
att. c. πυρέσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρέττω, Ion. πυρέσσω [πυρετός] aor. ἐπύρεξα, koorts hebben

Russian (Dvoretsky)

πῠρέττω: атт. = πυρέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πυρέττω: Ἀττ. ἀντὶ πυρέσσω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. πυρέσσω.

Greek Monotonic

πυρέττω: Αττ. αντί πυρέσσω.