πωλούμαι
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
-έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α
1. πηγαίνω πάνω-κάτω ή πέρα-δώθε
2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.)
3. (με γεν.) πορεύομαι
4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα πωλ- της ρίζας πελ- του πέλομαι «γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (βλ. λ. πέλω) και λειτουργεί ως επιτατικό επαναληπτικό παράγωγο του ρήματος].