ροδόξυλο

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία ξυλείας που λαμβάνεται από διάφορα τροπικά δέντρα της Βραζιλίας, της Ονδούρας, της Τζαμάικας, της Αφρικής και της Ινδίας και, κατ' επέκταση, κοινή ονομασία τών δέντρων από τα οποία λαμβάνεται η ξυλεία αυτή.