σάρδης

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) διαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σαρδόνυχα αποτελούν δύο από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους ημιπολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sard < λατ. sarda < ελλ. σάρδιον].