σάρωμα
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ᾰρ], ατος, τό, (σαρόω) sweepings, AB434, An.Ox.2.453, Suid.
German (Pape)
[Seite 864] τό, Kehricht, B. A. 434, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σάρωμα: τό, (σᾰρόω) «σκουπίδι», Α. Β. 434, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 453, Σουΐδ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ [σαρῶ(-ώνω)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρώνω
νεοελλ.
1. σκούπα, σάρωθρο
2. κοινή ονομασία πολλών φυτών
αρχ.
σκουπίδι.