σαρκεύς

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα, ένσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].