σαρκολάβος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκολάβος Medium diacritics: σαρκολάβος Low diacritics: σαρκολάβος Capitals: ΣΑΡΚΟΛΑΒΟΣ
Transliteration A: sarkolábos Transliteration B: sarkolabos Transliteration C: sarkolavos Beta Code: sarkola/bos

English (LSJ)

ὁ, surgeon's forceps; v. sub σαρκολαβίς.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, Fleischzange, Medic.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα η οποία χρησιμεύει για την συγκράτηση τών μαλακών μορίων του σώματος κατά τις εγχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λάβος (< θ. λαβ-, πρβλ. -λαβ-ον, αόρ. β' του λαμβάνω), πρβλ. λιθολάβος].