σαρκολάτρης

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολάτρης: -ου, ὁ, ὁ λατρεύων τὴν σάρκαν, Γρηγ. Γαζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].