σαρκόθλασμα

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόθλασμα Medium diacritics: σαρκόθλασμα Low diacritics: σαρκόθλασμα Capitals: ΣΑΡΚΟΘΛΑΣΜΑ
Transliteration A: sarkóthlasma Transliteration B: sarkothlasma Transliteration C: sarkothlasma Beta Code: sarko/qlasma

English (LSJ)

-ατος, τό, bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.

German (Pape)

[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.