σαόπτολις
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ, protecting cities, Supp.Epigr.1.405B1 (Samos, iii A.D.), IG 5(2).153 (Tegea, iv A.D.), Nonn. D. 41.395, Coluth.142.
German (Pape)
[Seite 861] städtebeschützend, Coluth. 142 u. a. sp. D., wie Nonn. D. 41, 396.
Greek (Liddell-Scott)
σαόπτολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ σῴζων ἢ ὑπερασπίζων τὰς πόλεις, Κόλουθ. 140, Νόνν. Δ. 41. 395.
Greek Monolingual
-όλιος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που φυλάγει, προστατεύει και σώζει τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + πτόλις / πόλις.