σεισοπυγίδα

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

η / σεισοπυγίς, -ίδος, ΝΜΑ
ζωολ. λόγια ελληνική ονομασία τών πτηνών του γένους motacilla, κν. σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + πυγή «οπίσθια» + επίθημα -ίς].