σκορπιονοειδείς

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. τάξη ευρύτατα διαδεδομένων τελεόστεων ιχθύων, που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, καθώς και στα γλυκά νερά, με 20 περίπου οικογένειες, κυριότερες από τις οποίες είναι οι σκορπαινίδες, οι τριγλίδες, οι κοττίδες, οι αγονίδες, οι κυκλοπτερίδες, οι εξαγραμμίδες και οι δακτυλοπτερίδες, αλλ. σκληροπάρειοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scorpaenoidea < σκόρπαινα + -ειδής].