σκοτέω

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source

German (Pape)

[Seite 905] = σκοτόω, Schaef. Demosth. I p. 260.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτέω: σκοτόω, παρὰ Φίλωνι τῷ Βυζ. π. τῶν 7 Θαυμ. 2, Γρηγ. Ναζ. 2. 670Β, ἀλλὰ πιθαν. γραφ. ἀντὶ σκοτόω, ἴδε Bast. Ep. Crit. σ. 44.