σκουρόχρωμος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούρος + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτόχρωμος].