σοδιάζω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

Ν
σοδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εισοδιάζω, με σίγηση του αρκτικού / i /].