στάθμευση
From LSJ
η, Ν σταθμεύω
1. προσωρινή στάση, διακοπή πορείας
2. προσωρινή παραμονή στρατιωτικής μονάδας σε ορισμένο χώρο μετά από πορεία ή μετά από μάχη
3. φρ. «μικτή στάθμευση» η περίπτωση κατά την οποία ένα μέρος του στρατεύματος επισταθμεύει και ένα άλλο καταυλίζεται.