στοματάκι

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source

Greek Monolingual

το, Ν στόμα
(κυριολ., θωπευτ. ή ειρων.) μικρό στόμα.