στομοκάκη

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, v. l. von στομακάκη.

Greek (Liddell-Scott)

στομοκάκη: ἡ, ἴδε στομακάκη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στομακάκη.