στομωτής

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτής Medium diacritics: στομωτής Low diacritics: στομωτής Capitals: ΣΤΟΜΩΤΗΣ
Transliteration A: stomōtḗs Transliteration B: stomōtēs Transliteration C: stomotis Beta Code: stomwth/s

English (LSJ)

στομωτοῦ, ὁ,= Lat. indurator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτής: -οῦ, ὁ, (στομόω ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν σίδηρον εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α στομῶ
τεχνίτης που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα.