συκομωραία

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

English (Strong)

from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.

Greek Monotonic

σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

French (New Testament)

ας (ἡ) sycomore
[v. συκόμορος]