ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life
συσπειρῶ, -όω, ΝΑ1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπειροῦμαι (< σπεῖρα)].