Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφυροκοπώ

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

σφυροκοπῶ, -έω, ΝΑ σφυροκόπος
χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ
νεοελλ.
μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον του αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί»).