σωτηρίως

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.

Russian (Dvoretsky)

σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.