σύνεργον

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνεργον Medium diacritics: σύνεργον Low diacritics: σύνεργον Capitals: ΣΥΝΕΡΓΟΝ
Transliteration A: sýnergon Transliteration B: synergon Transliteration C: synergon Beta Code: su/nergon

English (LSJ)

τό,
A implement, tool, Artem.3.36, POxy.1069.8 (iii A.D.), 1159.20 (iii A.D.).
II pl., σύνεργα = trimmings, κιθωνίου Sammelb.7250.11, cf. 7248.21 (iii/iv A.D.).

Greek Monolingual

το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].