ταπητουργία

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιομηχανία ταπήτων
2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων
3. (υφαντ.) κλάδος της υφαντουργικής οικοτεχνίας, βιοτεχνίας και βιομηχανίας που ασχολείται με την κατασκευή ταπήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].