τελειοποιώ
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
Greek Monolingual
τελειοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τελειοποιός
κάνω κάτι τέλειο, ολοκληρώνω
νεοελλ.
βελτιώνω, καλυτερεύω
μσν.
1. καθιστώ τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῖν δι' ἀποκάρσεως», Βαλσ.)
2. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου.