τελεσσίνους
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. τελεσσίνοος, -οον, και τελεσίνους Α
τελεσσίφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + νόος / νοῦς (πρβλ. κρυψίνους), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].