τρισευτυχισμένος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής.
επίρρ...
τρισευτυχισμένα
με πολλή ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ευτυχισμένος].