τριχόμαλλος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχόμαλλος Medium diacritics: τριχόμαλλος Low diacritics: τριχόμαλλος Capitals: ΤΡΙΧΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: trichómallos Transliteration B: trichomallos Transliteration C: trichomallos Beta Code: trixo/mallos

English (LSJ)

τριχόμαλλον, fleecy, ὄϊς AP9.150 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'épaisse toison.
Étymologie: θρίξ, μαλλός.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόμαλλος: шерстистый, густорунный (ὄϊς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων ἔρια ὡς τρίχας, δασύμαλλος, δασύθριξ, Ἀνθ. Π. 9. 150.

Greek Monolingual

-ον, Α
δασύτριχος, μαλλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μαλλός «τρίχωμα, μαλλί» (πρβλ. δασύμαλλος)].

Greek Monotonic

τρῐχόμαλλος: -ον, δασύτριχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐχό-μαλλος, ον,
hair-fleeced, Anth.