τρυφώ

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source

Greek Monolingual

τρυφῶ, -άω, ΝΜΑ τρυφή
1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο
μσν.-αρχ.
αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι
αρχ.
1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία
2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος
3. περηφανεύομαι, επαίρομαι
4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) τρυφῶν, -ῶσα, -ῶν
α) (για πρόσ.) i) τρυφηλός, μαλθακός
ii) φιλήδονος, ακόλαστος
iii) θηλυπρεπής
β) (για πράγμ.) αβρός, λεπτός («βασιλικὴ και τρυφῶσα παιδεία», Πλάτ.)
5. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ τρυφᾱν
η τρυφηλότητα
6. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ τρυφῶντες
κακομαθημένα κατοικίδια μικρά ζώα.