τσιμπλιάζω

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

Ν
έχω ή κάνω τσίμπλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλή, θηλ. του σιφλός «αυτός που δεν βλέπει καλά»].