ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Νέχω ή κάνω τσίμπλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλή, θηλ. του σιφλός «αυτός που δεν βλέπει καλά»].