τυμπανίτιδα
From LSJ
η, Ν
1. ιατρ. α) ο τυμπανισμός
β) φλεγμονή του τύμπανου του αφτιού
2. (κτην.) ανάπτυξη αερίων μέσα στη μεγάλη κοιλία του στομάχου τών βοειδών και τών προβάτων, οφειλόμενη σε γαστρική δυσπεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tympanitis (< τύμπανο + κατάλ. -ίτιδα)].