υδραύλακας

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

ο / ὑδραῡλαξ, -αύλακος, ΝΜ
αυλάκι στο οποίο κυλάει νερό ή αυλάκι με το οποίο μεταφέρεται νερό σε χαμηλότερα σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + αὖλαξ, -ακος].