γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -ο / ὑπέρσαρκος, -ον, ΝΑυπερβολικά παχύς, παχύσαρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. κατά-σαρκος].