υπέρχειρ

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
μακρόχειρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ἀντί-χειρ, ὑπό-χειρ].