υπερφυής

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ές / ὑπερφυής, -ές, ΝΜΑ
1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.
γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)
2. μέγας, τεράστιος
μσν.-αρχ.
1. (ως τιμητ. τίτλος) εξοχότατος, λαμπρότατος («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερφυές
η ιδιότητα του υπερφυούς, το να βρίσκεται κάτι πάνω από τον φυσικό κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τα συνηθισμένα μέτρα, ο υπέρογκος (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ μέγαθος ἐκόμισε», Ηρόδ
β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο», Αριστοφ.)
2. πανύψηλος («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)
3. ασυνήθιστος, παράξενος ή θαυμαστός (α. «ἔργον εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς μέγαθος τε καὶ κάλλος», Ηρόδ.
β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς μεγάλη βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», Πλάτ.)
4. (για φυτά και τμήματα φυτών) υπέργειος («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», Λουκιαν.)
5. αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
υπερφυώς / ὑπερφυῶς ΝΜΑ
με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, κατά τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό
αρχ.
1. (σε καταφατική απάντηση) μάλιστα, βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», Πλάτ.)
3. υπερβολικά, πάρα πολύ («φιλαθήναιος ἦν ὑπερφυῶς», Ηρωδιαν.)
4. (μαζί με το ως και ρήμα ή επίθ.) πράγματι, αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. προσφυής].