υποτρίπους

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, Α
συν. στον πληθ. οι ὑποτρίποδες·σανίδες εγκάρσιες που ενώνουν στο κάτω μέρος τα πόδια του τραπεζιού ή του τρίποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρίπους «τρίποδας»].