υπόπικρος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόπικρος, -ον, ΝΑ πικρός
ο κάπως πικρός, πικρούτσικος.
επίρρ...
ὑποπίκρως Μ
κάπως πικρά.