υἱοποιέομαι
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
Med., adopt as a son, Plb.36.16.5, GDI2202.24 (Delph., ii B. C.), D.S.4.60, Nic.Dam.66.7 J.:—Pass., υἱοποιηθῆναι Cat. Cod.Astr. 6.71.
German (Pape)
[Seite 1176] zum Sohne machen, = υἱοθετέω, Pol. 37, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
υἱοποιέομαι: μέσ., υἱοθετῶ, Πολύβ. 37. 3, 5, Διόδ. 4. 60. ΙΙ. βαπτίζω, Ἐκκλ.
Russian (Dvoretsky)
υἱοποιέομαι: усыновлять Polyb., Diod.