φθειρικός

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 1270] von Läusen, Läuse betreffend (?).

Greek (Liddell-Scott)

φθειρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φθεῖρας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φθείρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα.